χειραγώγιμος

χειραγώγιμος
χειρᾰγώγ-ῐμος, ον,
A liable to seizure, PLond.2.220 ii 21 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειραγώγιμος — ον, Α αυτός που μπορεί να χειραγωγηθεί, να υποταχθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειραγωγός + κατάλ. ιμος (πρβλ. νόμ ιμος, πένθ ιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”